- τρομικός
- -ή, -όν, Α [τρόμος]αυτός που τρέμει, τρομώδης.επίρρ...τρομικῶς Ασε τρομώδη κατάσταση, με ταχεία παλμική κίνηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρομικοί — τρομικός trembling masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρομικούς — τρομικός trembling masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρομικῶς — τρομικός trembling adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)